Ροδεσία

Ροδεσία
Ονομασία της αφρικανικής χώρας Ζιμπάμπουε στα χρόνια της αποικιοκρατίας. Κρανίο του ανθρώπου της Ροδεσίας σε μετωπική όψη (πάνω) και πλευρική (κάτω). Κρανίο του ανθρώπου της Ροδεσίας σε μετωπική όψη (πάνω) και πλευρική (κάτω).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ζιμπάμπουε — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ζιμπάμπουε Παλαιότερη ονομασία: Ροδεσία Έκταση: 390.759 τ. χλμ Πληθυσμός: 11.376.676 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Χαράρε (1.864.000 κάτ. το 2002)Κράτος της νοτιοκεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα Α και στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ζάμπια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ζάμπια Έκταση: 752.614 τ. χλμ Πληθυσμός: 10.285.631 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Λουσάκα (1.318.000 κάτ. το 2002)Κράτος της νοτιοκεντρικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και την Τανζανία, Α με… …   Dictionary of Greek

  • Λέσινγκ, Ντόρις Μέι — (Doris May Lessing, Κερμανσάχ, Ιράν 1919 –). Βρετανίδα συγγραφέας. Ο πατέρας της, ο οποίος ήταν ανάπηρος, βετεράνος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, υπηρετούσε ως υπάλληλος της Αυτοκρατορικής Τράπεζας της Περσίας και η μητέρα της ήταν νοσοκόμα. Το 1925 …   Dictionary of Greek

  • ροδεσιανός — ή, ό, Ν 1. γεωγρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Ροδεσία, σημερινή Ζιμπάμπουε 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο Ροδεσιανός, η Ροδεσιανή ο κάτοικος τής Ροδεσίας ή αυτός που κατάγεται από τη Ροδεσία …   Dictionary of Greek

  • Μαλάουι — Κράτος της νοτιοανατολικής Αφρικής. Συνορεύει στα Ν, Α και Δ με τη Μοζαμβίκη, στα Β με την Τανζανία και στα Δ με τη Ζάμπια.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, το Μ. συνορεύει σε μήκος 1.569 χλμ. με τη Μοζαμβίκη, 475 χλμ. με την Τανζανία και 837 χλμ. με …   Dictionary of Greek

  • άπαρτχαϊντ — (apartheid). Η πολιτική των φυλετικών διακρίσεων και του συστηματικού διαχωρισμού της λευκής μειονότητας από τον υπόλοιπο –μαύρο κυρίως– πληθυσμό, που εφαρμόστηκε στη Νότια Αφρική (σημ. Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία). Η λέξη απαρτχάιντ στα αφρικάανς …   Dictionary of Greek

  • αποικιοκρατία — Ο όρος αποικία, με το σύγχρονο περιεχόμενό του, σημαίνει μια εδαφική μονάδα έξω από τα γεωγραφικά όρια ενός κράτους, προς το οποίο συνδέεται με δεσμούς εξάρτησης τόσο στο διοικητικό όσο και στο οικονομικό πεδίο. Η ιστορία της δημιουργίας αποικιών …   Dictionary of Greek

  • Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική …   Dictionary of Greek

  • εμπάργκο — (embargo). Όρος που προέρχεται από την ισπανική λέξη empargar (κατέχω, κρατώ) και αναφέρεται σε μια ειδική μορφή οικονομικού αποκλεισμού, που στοχεύει στην άσκηση πίεσης στη χώρα στην οποία επιβάλλεται. Συνίσταται στην άρνηση προμήθειας όπλων ή… …   Dictionary of Greek

  • Μουγκάμπε, Ρόμπερτ Γκάμπριελ — (Robert Gabriel Mugabe, Κουτάμα 1924 –). Πολιτικός της Ζιμπάμπουε (πρώην Ροδεσίας), πρωθυπουργός (1980 87) και πρόεδρος (1987 ) της ίδιας χώρας. Σπούδασε παιδαγωγικά σε πανεπιστήμια της Νότιας Αφρικής, ενώ στη συνέχεια εργάστηκε ως καθηγητής σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”